λόγχη

λόγχη
Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν στην εποχή του, δεν αναφέρει κάτι σχετικό, ενώ αντίθετα ο Ηρόδοτος, ο Ξενοφών και πολλοί άλλοι συγγραφείς συχνά ονομάζουν λ. ολόκληρο το δόρυ. Ο ιππέας ή ο πεζός οπλίτης που κρατούσε λ. ονομαζόταν λογχοφόρος. Στην κλασική εποχή, το ιππικό χρησιμοποιούσε τη λ. ως επιθετικό όπλο, ενώ στον μακεδονικό στρατό τη χρησιμοποιούσε και το πεζικό. Στα ρωμαϊκά χρόνια, λ. κρατούσαν οι λεγόμενοι άστατοι, δηλαδή οι άντρες που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της ρωμαϊκής φάλαγγας.
* * *
(I)
η (AM λόγχη)
νεοελλ.
1. χαλύβδινο έλασμα σε σχήμα ξίφους, το οποίο προσαρμόζεται στο άκρο τής κάννης στρατιωτικού τουφεκιού
2. φρ. «εφ' όπλου λόγχην» — στρατιωτικό παράγγελμα με το οποίο διατάσσονται οι στρατιώτες να τοποθετήσουν τις λόγχες στα τουφέκια τους για επίθεση ή απόδοση τιμών
νεοελλ.-μσν.
φρ. «αγία λόγχη» ή «ιερατική λόγχη» — λειτουργικό σκεύος σε σχήμα λόγχης, με το οποίο νύσσεται και τέμνεται ο Άρτος τής Προθέσεως
μσν.-αρχ.
1. η αιχμή τού δόρατος, η επιδορατίδα («ἰὼ κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός», Σοφ.)
2. δόρυ, ακόντιο
αρχ.
1. σώμα λογχοφόρων («μυρίαν ἄγων λόγχην», Ευρ.)
2. φρ. «οἱ κνώδοντες τῆς λόγχης» — οι ακίδες που βρίσκονται στις πλευρές τής επιδορατίδας
4. παροιμ. «λόγχας ἐσθίων» — χαρακτηρισμός για θρασύτατο κομπαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, συνδέεται με το λαγχάνω «τυχαίνω», ενώ κατ' άλλη με το λατ. longus «μακρύς», με πιθ. επίδραση ενός αμάρτυρου *λάχη (< λαχαίνω «σκάβω»). Δεν πέρασε απαρατήρητη και η ομοιότητά του με το λατ. lancea «λόγχη». Δεδομένου ότι το τελευταίο θεωρείται δάνεια λ., δεν αποκλείεται και το λόγχη να αποτελεί προϊόν ανεξάρτητου δανεισμού τής Ελληνικής από μια τρίτη, άγνωστη γλώσσα.
ΠΑΡ. λογχεύω, λογχήρης, λογχίτης, λογχίτις, λογχωτός
αρχ.
λογχάζω, λογχαίος, λογχάριον, λογχίδιον, λόγχιμος, λογχίον, λογχίς, λογχούμαι
μσν.
λογχέα, λογχίας
νεοελλ.
λογχίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λογχοδρέπανον, λογχοειδής, λογχοφόρος
αρχ.
λογχηφόρος, λογχοβολώ, λογχοποιία, λογχοποιός
μσν.
λογχήνυκτος, λογχοβόλος, λογχότρωτος
νεοελλ.
λογχοδόχη, λογχοθήκη, λογχόκαρπος, λογχομαχία, λογχομαχώ, λογχοπέλεκυς, λογχόρρινος, λογχοφόριο, λογχόφυλλος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. ξιφολόγχη, σκωριολόγχη].
————————
(II)
λόγχη, ἡ (Α.)
1. λαχνός, κλήρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «λόγχαι
ἀπολαύσεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγχάνω. Εμφανίζει τη σπάνια μετάπτωση α: ο].
————————
(III)
η
βλ. λόχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λόγχη — spear head fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχῃ — λόγχη spear head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχη — η 1. ατσαλένιο αιχμηρό έλασμα, σαν ξίφος, που στερεώνεται στην άκρη της κάννης στρατιωτικού τουφεκιού: Με τη λόγχη του σκότωσε πολλούς εχθρούς. 2. ιερό σκεύος της εκκλησίας: Ο άρτος για τη μετάληψη κόβεται με την αγία λόγχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογχῇ — λογχάζω fut ind mid 2nd sg (doric) λογχάζω fut ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχαι — λόγχη spear head fem nom/voc pl λόγχᾱͅ , λόγχη spear head fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχηι — λόγχῃ , λόγχη spear head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογχῶν — λόγχη spear head fem gen pl λογχάζω fut part act masc voc sg λογχάζω fut part act neut nom/voc/acc sg λογχάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχαιν — λόγχη spear head fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχαις — λόγχη spear head fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχαισι — λόγχη spear head fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”